благоговеть - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

благоговеть - translation to πορτογαλικά


благоговеть      
venerar , reverenciar ; respeitar (уважать)
reverenciar vt      

1) благоговеть; почитать;
2) низко кланяться, приветствовать
A Força que todos conhecem, que reverenciam como mistério.      
Сила, которую все знают, перед которой благоговеют, как перед тайной.

Ορισμός

благоговеть
БЛАГОГОВ'ЕТЬ, благоговею, благоговеешь, ·несовер., перед кем-чем. Относиться с благоговением к кому-чему-нибудь.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για благоговеть
1. Благоговеть перед прошлым художницу обязывает биография семьи.
2. Разгадывать ее бессмысленно, но благоговеть перед ней творец категорически обязан.
3. Можно только благоговеть перед их памятью и поминать их в наших молитвах.
4. Сейчас надо благоговеть, потому что больше таких не делают и в ближайшее время не научатся.
5. Хоть и не следует, вообще говоря, благоговеть... но тут, поди, не возблагоговей - в отсталые люди попадешь!